Деталь, подробность (η λεπτομέρεια)

η λεπτομέρεια [лептомерия] (деталь, подробность, нюанс, мелочь, особенность)
Κάθε λεπτομέρεια είναι σημαντική. (Важна каждая деталь.)
Κρύβει τις λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής. (Он скрывает подробности своей личной жизни.)
Ας ξεκαυφρίσουμε μερικές λεπτομέρειες. (Давайте проясним некоторые детали/ нюансы.)
Θέλω όλες τις λεπτομέρειες. (Мне нужны все подробности.)
Τα ‘χει μάθει όλα την παραμικρή λεπτομέρεια. (Узнал все до мельчайших подробностей.)
Πες μου όλα τα νέα λεπτομερώς. (Расскажи мне все новости подробно/ детально.)
Μπορεί να προσθέσει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. (Может добавить интересные подробности/ детали/ мелочи.)
Διηγήθηκε τα πάντα, χωρίς να παραλείψει καμία λεπτομέρεια. (Рассказал все, не упуская ни малейшей детали/ подробности.)
Αυτή τη λεπτομέρεια της διέφυγε στην αναφορά της. (Эту деталь./ этот нюанс она упустила в своём отчёте.)
Θέλεις να γίνουν γνωστές όλες οι λεπτομέρειες του γάμου σας; (Ты хочешь, чтобы стали известны все подробности твоего брака?)
Ας μη στεκόμαστε ςε λεπτομέρειες. (Давай не будем придираться деталям.)
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. (Дьявол кроется в деталях.)

http://ellinikamilao/

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *