το μέτωπο [то мэтопо] (лоб)
πλατύ [платы] (широкий)
στενό [стэно] (узкий)
ψηλό [псило] (высокий)
ηλιοκαμένο [ильокамэно] (загорелый)
ρυτιδωμένο [ритыδoмэно] (морщинистый)
καθαρό/ακηλίδωτο [кaθaро/ aкилиδoтo] (чистый)
το μέτωπο [то мэтопо] (лоб)
πλατύ [платы] (широкий)
στενό [стэно] (узкий)
ψηλό [псило] (высокий)
ηλιοκαμένο [ильокамэно] (загорелый)
ρυτιδωμένο [ритыδoмэно] (морщинистый)
καθαρό/ακηλίδωτο [кaθaро/ aкилиδoтo] (чистый)