Щёки (τα μάγουλα)

τα μάγουλα [та маг*ула] (щеки)
βαθουλωμένα/ ρουφηγμένα [ваθуломэна/ руфиг*мэна] (ввалившиеся)
οι φακίδες / οι παννάδες [и факиδeс / и панаδeс] (веснушки)
τα ζυγωματικά [тa зиг*оматика] (скулы)
ψηλά [псила] (высокие)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *